- θυρωτός
- θυρ-ωτός, όν,A with a door or aperture,
στήθη Babr.59.11
: neut. as Subst., [suff] θυρ-ωτόν, τό, doorway, IG4.1484.304 (Epid., dual).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στήθη Babr.59.11
: neut. as Subst., [suff] θυρ-ωτόν, τό, doorway, IG4.1484.304 (Epid., dual).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυρωτός — θυρωτός, ή, όν (Α) [θύρα] αυτός που έχει θύρα ή άνοιγμα το ουδ. ως ουσ. το θυρωτόν α) άνοιγμα για θύρα β. κούφωμα … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
θυρωτά — θυρωτόν with a door neut nom/voc/acc pl θυρωτός with a door neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)